- πεινώ
- και πεινάω / πεινῶ, -άω και ιων. τ. -έω, ΝΜΑ1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ)3. υποφέρω από πείνα, από έλλειψη τροφίμων, τρέφομαι ανεπαρκώς (α. «πεινάει η οικογένειά του» β. «Μίνδαρος ἀπεσσύα- πεινῶντι τὤνδρες», Ξεν.)νεοελλ.παροιμ. «ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται» — αυτός που ποθεί διαρκώς κάτι που δεν έχει τό βλέπει πάντοτε μπροστά του, τό έχει στη σκέψη τουαρχ.1. στερούμαι, δεν έχω κάτι («μάλα πεινῶντες συμμάχων», Ξεν.)2. φρ. «κακῶς πεινῶ» — πεινώ πολύ, κινδυνεύω από την πείνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πείνα (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.